Αυνανισμός και νικοτίνη

Μερικά δευτερόλεπτα ήταν αρκετά και λίγα.
Εκεί δα, το τηλέφωνο χτυπά και μου τη σπάει.
Εναγκαλισμός, φιλί στο στόμα,
παλάμες γαντζωμένες γύρω απ’ τη μέση της.
Όλα τούτα μια οπτασία, δεν ήρθανε ποτέ βλέπεις,
μπερδεύτηκα.

Ματώνει ο ορίζοντας‧
κάθε στάλαγμα μοιάζει με κατακάθι.
Από τις λάσπες του Δανιήλ.
Φέρουν πόνο κι απόγνωση,
κλεμμένα απ’ τα ρέματα του κάμπου.
Απόσταγμα σε μάγουλα χωρικών.
Το της ψυχής το ινφέρνο δεν έχει πάτο.

Ότι δεν έχω με κολάζει.
Μια χαραμάδα πίσω από θεόκλειστα παντζούρια
να φωτίζει τη σκόνη γύρω μου.
Μια στοίβα ρούχα από thrift shop πλάι στην κοίτη μου.
Δύο μάτια στρόγγυλα που φώλιασαν στα ζυγωματικά της.
Κόκκινη στάμπα στο πουκάμισο,
μήπως αχνίσει η λύπη.

Τσιγάρα αχνίζουν.
Νούφαρα βυθίζονται αν πάνω τους πατήσεις,
παράλογα ελπίζοντας.
Σκαλίζει η όρνιθα όσα ο διάολος ψιθυρίζει
από τη μέρα που γεννήθηκα.
Στο τετράδιό του επιζώντα στα προάστια της κόλασης.

SideliK_2

Art: Μάριον Ιγγλέση – «Το πέρασμα II», 2022

Silkroad

Ξέχασα..
Ξέχασα πως είναι η αμηχανία,
η μέθη κι οι αστοιχείωτοι σύντροφοι.
Πέρασα απέθαντη νοσταλγία
που ακόμα τρυπάει την τσέπη σα βελόνι.
Πέταξα!

Η έναρξη της παράστασης θα καθυστερήσει.
Οι άβγαλτοι, κύλησαν για τσιπς.
Όχι εκείνα,
από τα άλλα, που τρως μετά το χασίσι.
Ανάθεμα κι αν νοιάζονται για μένα αυτοί.
Οι βδελυροί.

Ραγισα..
Χτύπα με δυνατά στο πρόσωπο!
Ή θα το κάνω μοναχός και με τα δύο μου χέρια.
Όλο αλλάζω σελίδα κι όλο χάμω γλιστρώ,
κλωτσάω τ’ αγέρι, σωριάζομαι, ζητώ βοήθεια.
Μα φύγαν.

Μέτρησα τα όποια λόγια, κέντησα τα σώθηκα.
Έραψα το στόμα μου κάνεις να μην μ’ ακούει.
Ας φέγγω.
Φάρος για σώματα που σέρνονται από τις τύψεις,
μάγος που τον εκάψανε να γίνει η αρχή.
Ας φέγγω.

SideliK_2

Πάλι πίσω

Στεφάνια με λουλούδια ή από κρίνα; Από κείνα με τ’ αγκάθια ή από τούτα με τα χάλκινα αγαλματίδια; Κρεμασμένες μνήμες στην πόρτα, να τις χαζεύεις στα κλεφτά σαν περνάς έξω απ’ το σπίτι μου. Σμιλευμένα από χέρια όμοια με τα δικά σου μα όχι τόσο έντεχνα. Ας είναι.

Πάντα στ’ απέναντι πεζοδρόμιο να βαδίζεις, φρόντισε να μη σε δω! Θα φροντίσω να λαμπυρίζουν αρκετά ώστε να σκιρτά η καρδιά σου όσο θα περπατάς με το κεφάλι χάμω. Τόσο, ώστε να ξεκολλάει η μάσκαρα απ’ τα ξεραμένα σου βλέφαρα. Τα σκυθρωπά ομοιώματα.

Κι όχι, δε στερεύει η φαντασία μου. Βγήκα βόλτα στο Μεταξουργείο και την πάτησα. Πάνω που τα όνειρα νόμιζα πως τελειώσαν, δαίμονες ξάφρισαν με την κουτάλα το απόσταγμα της ζώσας γης. Μαζί με χώμα και νερό στο στόμα με ταΐσαν Χ. Την άγνωστη μα γνώριμη του νόστου γεύση. Που πάει κι έρχεται κάθε έαρ.

SideliK_2

photography by Theologos Karagiannopoulos

Άτεχνο κι άτιτλο

Δεν μου αρέσει τίποτα.
Ούτε οι αγκαλιές
Ούτε οι απουσίες
Ούτε η ξεγνοιασιά
ούτε η χαρμάνα
Ούτε τα φάρμακα
Ούτε τα στερητικά τους.

Δεν θέλω τίποτα πια.
Μήτε τα χρήματα
Μήτε τη φτώχεια
Μήτε δουλειά
Μήτε ανεργία
Μήτε τη φήμη σας
Μήτε το underground.

Δεν πρέπει τίποτα.
Αυτό θέλω.
Αυτό μου αρέσει.

Ώσμωση

Σωπαίνοντες οι ρετουσαρισμένοι βάρβαροι,

μορφών σπηλαίων επίγονοι και άσπιλοι.

Στο νου, στη ριζωμένη έπαρση πως κάθε τι

ειν’ ορθό.

Πρέπον.

Κάθετοι για τη σφαλιάρα που την ξάπλωσε.

Μάτωσε το χείλος, κάηκε αυτό του γιου της

από την καμμένη φύση,

προτού γυρίσει απ’ το φροντιστήριο φυσικής.

Τους αφουγκράζομαι στο πάρκο συχνά·

μονάχα το τσακμάκι κι οι κραυγές ακούγονται.

Κρότος δυνατός, σκυλιά γαβγίζουν τρομαγμένα.

Σιωπή, σβηστές λυχνίες.

Δύο τρεις σακούλες Sanitas βυθίζονται στον κάδο.

Το πόδι αποτραβιέται αργά, το πετάλι σηκώνεται,

το πώμα κλείνει.

Έτσι, χωρίς χώμα.

Αύριο πάλι.

SideliK_2

photography by Theologos Karagiannopoulos

[Προσθήκη στο Καλάθι]

Σούπερ μάρκετ/Τελευταίο Ράφι/Οικονομική συσκευασία/Β’ διαλογής ποιότητα.

Όχι το προϊόν που διαφημίζεται.

«Και ναι έχουμε κρίση, δεν παίζει σάλιο. Αλλά εσένα δε θα σε αγοράσω. Παρά μόνο σαν εξαντληθούν όλα τα άλλα και παίξει μεγάλη ανάγκη. Κι άμα..»

Δεν θα το δεις να διαφημίζεται. Δεν είναι συσκευασμένο με καρό πουκάμισα, μουστάκι και λόγια – μασάζ σε αυτιά και νου. Όταν σου κλέψουν το πορτοφόλι πετάξου παρ’ το απ’ το περίπτερο. Υπομονή, μέχρι το τέλος του μήνα που θα πληρωθείς.

Ημερομηνία λήξης/Κάδος σκουπιδιών/Δυσοσμία/Οι γάτες ψαχουλεύουν.

Στοπ. Το προϊόν δεν είναι διαθέσιμο.

SideliK_2

Ολιγωρία

Δεινός κολυμβητής που πνίγηκε,
σε λίμνη τσιμεντένια.
Απέξω δεν πήδησε ποτέ.
Το ‘θελε, το ‘κανε, τώρα τέλος.

Δε θέλω να γελάς με αυτά,
μήτε να κλαις ψεύτη,
τσακίσου!
Η τόλμη, το δήθεν θάρρος σου..
Μπράβο, γκρέμισες τοίχους.

Μπάζα πέσαν επάνω μου,
πριν στήσω σκαλωσιά γερή.
Μόχθησα ο γαμημένος κι όμως
μου ‘μελλε να καταπιώ τη σκόνη.

Όχι άλλες μάχες, όχι άλλες μάζες!
Ψόφος σ’ όσους τσιμπάν
απ’ το φαΐ και την καρδιά μας.
Αντίκρυ στον φονιά κανένας οίκτος.
Δηλώνω ένοχος.

SideliK_2

Αλμύρα

Καλοκαίρι, αλμύρα στο σώμα,
καρέ γλυκόπικρα.
Μαχαίρι, καρπούζι, γλυκό στόμα.
Άφθονες ενοχές..

Γύρνα ακόμα, σ’ αποζητά το χέρι.
Πόδια ξυπόλυτα σε βότσαλα.
Σεπτέμβρη.

Ο ήλιος πριν το ξεφλούδισμα,
μα και το χρώμα ύστερα.
Όχι σαν ανταμοιβή, σαν κύμα.
Αφρισμένο, πάνω σ’ αμμουδιές.

Τουρτούρισμα.
Ανάθεμα τις τόσες μάχες.
Χειμώνιασε, πόσες ακόμη φορές;

SideliK_2

Art by Vittorio Giardino

Αλμυρό Γάλα

Οι φιγούρες του κάματου
λίγο πριν σκύψουν πάλι|
στου ζυγού το γινάτι,
πίνουν τούρκικο στο πλατύσκαλο.
Έξω από το χαμόσπιτο,
με συντροφιά τ’ αηδόνια,
στο χρώμα της ζωής τους.

Μαύρο-λευκό
σα νοσηρή αγάπη πατριώτη.
Απ’ το τραχύ χέρι καπνός,
ανάσα και ανακούφιση.
Κουράγιο βρες στο φως
που σπα
της νερατζιάς το σμαραγδί.
Εκείνη
τις πλάκες του πεζοδρομίου ραΐζει.

Μα πάλι πέσαν οι καρποί.
Δε τρώγονται εξάλλου·
δεν πληρώνουν το νοίκι.
Ο σπόρος δε βυζαίνει πια.
Κλαίει και συ χαμογελάς.
«Καλημέρα!»
«Σήκω! Έχουμε αργήσει!»

SideliK_2

Βράδυ του ’22

Μια πόλη σαν τις άλλες, με σπίτια πάρκα, φωνές. Είναι βράδυ Παρασκευής και το ψιλόβροχο γλυκαίνει τα λαμπρά φώτα στους δρόμους. Ξεζουμίζει τη ζέστη μέσα απ΄ το χώμα. Ή το μπετό καλύτερα.
Καλοντυμένοι, παρφουμαρισμένοι, φτιασιδωμένοι. Γυροβολάνε ψάχνοντας το ντρινκ με την πριγκίπισσα της στιγμής. Στο Piano Bar, που τη στιγμή κάνει αιώνια. Με κρασί κι ένα άφιλτρο τσιγάρο.

Δωμάτιο δίχως θέα. Γεμάτο προβολείς που τυφλώνουν και αναπαυτικές gaming καρέκλες. Ο κλιματισμός με ιονιστή δίνει την πολυπόθητη θερμοκρασία δωματίου.
Το χέρι μια στο μέτωπο και μια στο κινητό.
“Θα στείλει;”
Να της στείλει;
Απελπισμένου νεανία, ασυνάρτητο κλικάρισμα στο photoshop. Γυρεύοντας τ’ αποδεκτό φίλτρο που διώχνει τα σπυριά, τη λιπαρότητα. Τη δόκιμη ατάκα. Μήπως και φύγουν οι φωνές στο κεφάλι, εγκλωβίζοντας εντός αυτού εκείνη. Όλα για εκείνη, την αιώνια παροδική.

SideliK_2

Installation: «Can’t Help Myself by Sun» Yuan & Peng Yu